- νεοκατάγραφος
- νεο-κατά-γραφος, neu, eben erst verzeichnet, aufgeschrieben
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
νεοκατάγραφος — νεοκατάγραφος, ον (Α) αυτός που γράφηκε πρόσφατα στους καταλόγους ως στρατιώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + καταγράφω] … Dictionary of Greek
νεοκατάγραφοι — νεοκατάγραφος newly enlisted masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek